- αμευσιεπής
- ἀμευσιεπής, -ές, (Α)αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι- (< ἀμεύομαι + -επὴς < ἔπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμευσιεπής — surpassing words masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμευσιεπῆ — ἀμευσιεπής surpassing words neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμευσιεπής surpassing words masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμευσιεπής surpassing words masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… … Dictionary of Greek